φωτό

Πηγή: http://www.dr-blogger.com/2011/09/imagebook-of-posts.html#ixzz3Av5XvJnR

Κυριακή 21 Φεβρουαρίου 2016

Πόνημα Γεωργίας Κωσταγιάννη για τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη



                                               ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ    ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ
    Πριν εκπνεύσει το 2011 , με όσα δεινά μας   «επεσώρευσε»  σχετικά με την  πολιτική  και οικονομική  μας  κατάσταση , είναι μια ανάταση ψυχής και μια δραπέτευση από την  θλιβερή πραγματικότητα  να αφιερώσουμε κάποιες σκέψεις   στο Σκιαθίτη «άγιο» της λογοτεχνίας μας, αφού οι περισσότερες λογοτεχνικές του σελίδες  αναφέρονται σε Χριστουγεννιάτικα  θέματα. Ας ακολουθήσουμε λοιπόν  τον Παπαδιαμάντη ( με την ευκαιρία της συμπλήρωσης εκατό χρόνων από το θάνατό του το 1911) στη Χριστουγεννιάτικη  μαγεία οδηγώντας μας   στο «Χριστό  στο Κάστρο»  για να ακούσουμε το « δεύτε ίδωμεν πιστοί  που εγεννήθη ο Χριστός» και να θαυμάσουμε τις λεπτομερείς περιγραφές του μικρού ναϊσκου  και της οργιαστικής βλάστησης της υπαίθρου.
    Ο  Αλέξανδρος  Παπαδιαμάντης  ήταν    γιος  φτωχού ιερέα  και   γεννήθηκε το 1851 στη Σκιάθο, όπου έμαθε  και τα πρώτα γράμματα. Φοίτησε  με  πολλές  διακοπές  λόγω οικονομικών προβλημάτων  σε γυμνάσια της Χαλκίδας , του Πειραιά και στο Βαρβάκειο. Τελείωσε τη  Μέση Εκπαίδευση σε ηλικία 23 ετών και την ίδια χρονιά, 1874,  γράφτηκε  στη Φιλοσοφική Σχολή  του Πανεπιστημίου Αθηνών  αλλά για τον ίδιο λόγω  δεν την τελείωσε.  Ακόμη  μαθήτευσε  και στη μοναχική  κοινότητα του Αγίου Όρους και παρόλο που γοητεύτηκε από το μοναχισμό, διάλεξε να γίνει «κοσμοκαλόγερος» μέσα στο πλήθος  της πρωτεύουσας.  Μορφώθηκε  μόνος του  παρακολουθώντας επιλεκτικά μαθήματα στη Φιλοσοφική Σχολή  και έμαθε επίσης  μόνος του  αγγλικά και γαλλικά,  για να έχει την δυνατότητα να διαβάζει από το πρωτότυπο τα σπουδαία έργα της ξένης λογοτεχνίας.
       Ο Παπαδιαμάντης  είναι ο πρώτος επαγγελματίας  συγγραφέας στην Ελλάδα , με την έννοια ότι έγραφε για βιοπορισμό.  Από το 1879  συνεργαζόταν  με εφημερίδες και περιοδικά  ως συγγραφέας και μεταφραστής.  Όμως οι τσέπες του ήταν τρύπιες.  Μόλις έπαιρνε τα χρήματά του πλήρωνε τα χρέη του στην ταβέρνα που έτρωγε,  κάπου στου Ψυρρή, πλήρωνε το ενοίκιο  για το δωμάτιό του ,  έστελνε λεφτά στην οικογένειά του στη Σκιάθο, έδινε και στους φτωχούς.  Δεν  κρατούσε τίποτε για το αύριο.    Η στάση της ζωής του ήταν   ο απόλυτος περιορισμός  στα αναγκαία.  Χαρακτηριστικό της στάσης του αυτής είναι και το εξής περιστατικό.  Όταν  ξεκίνησε τη συνεργασία του με την εφημερίδα  «Άστυ» του προσφέρθηκε μισθός 150  δραχμών.  Ο διευθυντής της εφημερίδας βλέποντάς τον συλλογισμένο τον ρώτησε : « Μήπως είναι  λίγα;» Και εκείνος   απάντησε:  «  Πολλές είναι οι 150.  Με φτάνουνε  100» και έφυγε χωρίς να προσθέσει ούτε μία λέξη, ντροπαλός, βιαστικός και συλλογισμένος.  
      Άρχισε το συγγραφικό του έργο   με ιστορικά μυθιστορήματα, γεμάτα περιπέτειες και ρομαντισμό.  Έγραψε  το μυθιστόρημα «οι Έμποροι των Εθνών» αναφερόμενος περισσότερο στη Βενετία  και πιο λίγο στην Ελλάδα , στις Κυκλάδες που ήταν  πεδίον δράσης της Βενετίας,   με στιλέτα,  πνιγμούς,  έρωτες, μίση και πάθη.  Αλλά αυτό ήταν ένα ξέσπασμα,  μια κραυγή ή πιο ταιριαστά μια κατακραυγή.
           Και στη  συνέχεια συγγράφει τη «Γυφτοπούλα»,  ως ένα όραμα ζωντανό, γιατί  θέλει να θερμάνει το εθνικό ιδανικό για την Πόλη των  εθνικών ονείρων, που αρχίζει να ξεψυχάει στις συνειδήσεις  των συγχρόνων του. Μετά τη «Γυφτοπούλα» αλλάζει.  Στρέφεται στο διήγημα , όπου και διέπρεψε.  Θεωρείται ο κυριότερος  εκπρόσωπος  του ηθογραφικού διηγήματος.  Από τα 200 περίπου διηγήματά του τα πιο πολλά αναφέρονται στη ζωή των απλών  ανθρώπων της Σκιάθου, ενώ ένας δεύτερος μικρότερος κύκλος  αντλεί θέματα από τη ζωή στις φτωχογειτονιές της Αθήνας.
       Ο  Παπαδιαμάντης στα διηγήματά του   βρήκε το υλικό του στις καρδιές των παιδιών , των γυναικών , των γερόντων και το συνταίριασε με την ομορφιά της
θάλασσας αγκαλιάζοντας στις περιγραφές του  όλες τις αμμουδιές της Σκιάθου, τα λιμανάκια, τις χαράδρες,  τα υψώματα και τα «Ρόδινα Ακρογιάλια».  Μπολιάζει τις παιδικές του αναμνήσεις  με τα θρησκευτικά του βιώματα.  Είναι  θρήσκος  και νοσταλγεί  τα  ταπεινά  ερημοκκλήσια   και τις θρησκευτικές ολονυκτίες  στα απόκρημνα  ακρογιάλια  με τους ταπεινούς  ξωμάχους, τους βοσκούς, τα άνιφτα και αχτένιστα    βοσκόπουλα  και τις γριούλες που ξέρουν να «κανοναρχούν» απέξω τα τροπάρια , όταν λείπει ο ψάλτης  ή ο αναγνώστης.  Τέρπεται  με τις απλές θρησκευτικές τελετές  και αναζητάει και μέσα στην Αθήνα  εκκλησάκια ερημικά.   Παρακολουθεί τις ολονυκτίες στον μικρό ναό του Αγίου Ελισαίου    και ψάλλει κατανυκτικά στους Σαββατιάτικους εσπερινούς.        
     Στις  διηγήσεις του αγκαλιάζει τους  ταπεινούς νησιώτες, που είναι επίγεια πλάσματα  με όλες τις αποχρώσεις που τους χαρακτηρίζουν. Οι γειτόνισσες και όταν κουτσομπολεύουν έχουν αγαθές προθέσεις, ο λόγος τους είναι υπερβολή αλλά ποτέ κακία. Οι ιερείς είναι σεβάσμιοι γέροντες, οι ποιμένες άνθρωποι θρήσκοι, που πάνε να λειτουργηθούν   « στο Χριστό στο Κάστρο». Με διαφορετικό μάτι βλέπει τους  τύπους στα Αθηναϊκά του διηγήματα.  Στρέφεται στους  φτωχούς, τους άπραγους, τους αλκοολικούς, , σ’ αυτούς που ζουν παράμερα από τους πολιτισμένους και τους βολεμένους ανθρώπους,  συναισθανόμενος τον αγώνα τους για την επιβίωση. Τους αντικρίζει όμως με βλέμμα σκωπτικό και ειρωνικό, χωρίς συγκατάβαση, όπως στο διήγημα « Πατέρα στο σπίτι», όπου καταγράφεται ο κοινωνικός του προβληματισμός.
      Έργο επίσης με έντονο κοινωνικό προβληματισμό η «Φόνισσα» , που την αφήνει   ανάμεσα στη δικαιοσύνη   του Θεού και των ανθρώπων.       Η Φραγκογιαννού,  που παραβαίνει τον νόμο ου φονεύσεις για «καλό σκοπό!»  πνίγει με τα  χέρια της δυο   κοριτσάκια,  για να λυτρώσει και τα ίδια και τους γονείς   από τα βάσανα της κοινωνίας , δεν παρουσιάζεται ως ένα τέρας διεστραμμένο αλλά ως μία συνηθισμένη  γυναίκα που υπέφερε   στη ζήση της και ήταν  η  ίδια  θύμα  της κοινωνικής πραγματικότητας.  Και για  αυτό  δεν την καταδικάζει, αλλά την αφήνει ανάμεσα στη  ανθρώπινη  και  θεϊκή  δικαιοσύνη.
      Το  «Μοιρολόγι της Φώκιας», ένα από τα ωραιότερα διηγήματα,   δεν τελειώνει με τρόπο ρεαλιστικό αλλά ποιητικό.  Στην αρχή ακούγεται το μοιρολόγι της γριάς Λούκαινας και στο τέλος το μοιρολόγι της Φώκιας.   Γι αυτό όταν ρωτήθηκε  κάποτε
 ο ποιητής  Μαλακάσης  «ποιός  είναι ο μεγαλύτερος ποιητής της Ελλάδας», απάντησε « ο  Παπαδιαμάντης», χωρίς κανένα δισταγμό, όχι γατί ο Παπαδιαμάντης έγραψε  τα καλύτερα Ελληνικά ποιήματα, αλλά γιατί  η πεζογραφία του κλείνει μέσα της ποίηση.(  έγραψε  βέβαια και κάποια ποιήματα).  Και ενώ σήμερα υπάρχει ομοφωνία  σχετικά  με τις ποιητικές αποχρώσεις της γλώσσας του, κάτι που αναγνώρισε και ο Σεφέρης το 1952,   συγκαταλέγοντάς τον στους μεγαλύτερους Έλληνες ποιητές, οι σύγχρονοί του λογοτέχνες    φάνηκαν στην αρχή  επιφυλακτικοί απέναντί του  και μόνο ο Παλαμάς και ο Νιρβάνας  είδαν το έργο του με συμπάθεια.   Στον  αιώνα  όμως  που   μεσολάβησε   από το θάνατό του,  που συνέβη  στις 3 Ιανουαρίου του  1911, ο Παπαδιαμάντης εκτιμήθηκε και αναγνωρίστηκε  όσο ελάχιστοι συγγραφείς.    Έπρεπε να πεθάνει για να εγκωμιαστεί!
       Ο  Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης  λόγω του μοναχικού του βίου  χαρακτηρίστηκε  μονόχνοτος και   ανέραστος. Όμως οι σύγχρονοι συγγραφείς, μελετητές του έργου του, προσπαθούν να ανατρέψουν αυτή την εικόνα.  Ο  Χριστόφορος  Λιοντάκης  στο βιβλίο του «Ερωτικός Παπαδιαμάντης» όπου ανθολογεί 28 διηγήματα  γράφει:  « ο αποσυνάγωγος Παπαδιαμάντης  δημιούργησε ένα ερωτικό σύμπαν , όπου  ίπτανται και πλέουν  αθώες κορασίδες, λαϊκές θυγατέρες,  ερωτόβρυτοι  ηλιοκαείς αιπόλοι(βοσκοί) , θαλασσινοί με την άλμη στον τράχηλο…»    Στον ερωτικό του κόσμο  συνυπάρχει το πάθος και ο πόθος , η θλίψη  και η παραίτηση,  όπου ο πόθος
καλά  κρυμμένος στα βάθη της ψυχής   δεν εκφράζεται είτε από δειλία, είτε από σεμνότητα, όπως στη «Φαρμακολύτρια».     Η πλούσια πηγή των  παιδικών του χρόνων   δίνει το «Όνειρο στο  κύμα»,  ένα κείμενο καθαρά ερωτικό, όπου   περιγράφει τον θαυμασμό του  μικρού  βοσκού για την κόρη ,που κολυμπάει. « Ήτον πνοή, ίνδαλμα αφάνταστον, όνειρον  επιπλέον εις το κύμα,  ήτο νηρηϊς, νύμφη, σειρήν, πλέουσα ως πλέει ναυς μαγική ,  η ναυς των ονείρων…»   και  σε άλλο σημείο :  «ήτον  όνειρον, πλάνη, γοητεία!».
      Όμως  το θεμελιώδες στοιχείο στο έργο του είναι ο έρωτας  για τη φύση. Οι περιγραφές  είναι ζωντανοί πίνακες  με χρώματα, με σχήματα , με μοσχοβολιές.  Και η γλώσσα του  ζωντανή,  αφομοιώνοντας  λέξεις  και φράσεις  βυζαντινές,  εκκλησιαστικές, αρχαίες και της τοπικής Σκιαθίτικης  παράδοσης μας μαγεύει οδηγώντας στον απέραντο κόσμο του  «Παπαδιαμαντικού» ονείρου. Το γνήσιο αφηγηματικό του ταλέντο,  οι φυσικές περιγραφές, η χριστιανική ευλάβεια και το αίσθημα της νοσταλγίας,  που διατρέχει τα κείμενά του, συνθέτουν μια ιδιότυπη γοητεία.
     Νέος  έφυγε από το νησί του, τον έσυρε η αγάπη της σπουδής προς άλλα εδάφη.  Μελέτησε , εργάστηκε , εκτιμήθηκε.  Μέγας πότης, μανιώδης καπνιστής  και πάντα εργένης θα επιστρέψει οριστικά στη Σκιάθο το 1908 μόλις τρία χρόνια πριν το θάνατό του.    Όταν πέθανε  στις 3  Ιανουαρίου του 1911 τον έκλαψαν όλοι οι πνευματικοί άνθρωποι ως « συγγραφέα», τον έκλαψαν όμως και οι άνθρωποι του λαού ως «άνθρωπο».  « Τώρα εις την αγρυπνίαν των Φώτων θρήνος έγινεν εις τον Άγιον Ελισαίον.  Έκλαιον όλοι όταν ο ιερεύς τον εμνημόνευσεν» . Αυτά  έγραψε ο παιδικός του  φίλος  Αλέξανδρος  Μωραϊτίδης.  
          Ο  Λάμπρος Πορφύρας   του αφιέρωσε τη :

   ΔΕΗΣΗ   ΓΙΑ   ΤΗΝ   ΨΥΧΗ   ΤΟΥ    ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ
     Χριστέ μου, δόστου  τη χαρά, τη μόνη που μπορούσε
Να σου ζητήσει:  επάνω  εκεί νοσταλγικά η ψυχή του,
κάνε το θάμα κι  άσε τον   να ζήσει όπως εζούσε ,
σε μια μεριά που, τάχατες, να μοιάζει το νησί του.

Νάναι  τα βράχια στο  γκρεμό  βαθειά κουφαλιασμένα,
Νάχει σωριάσει η θάλασσα  στην αμμουδιά τα φύκια,
Κι αράδα –αράδα στο γιαλό δεμένα, αποσταμένα
Να σιγοτρίζουν  τα φτωχά, σκιαθίτικα  καϊκια.

Νάναι  οι νησιώτισσες  οι γριές κι οι νιες , οι πεθαμένες, 
Αυτές που τις θλιμένες τους μας έλεγε ιστορίες ,
Να γνέθουν το λινάρι οι γριές  στην πόρτα καθισμένες,
και δίπλα στα παράθυρα ν’  ανθίζουν οι γαζίες.

Κι ύστερα ακόμα νάναι ελιές, και νάναι κυπαρίσια,
Σκυμμένα νάναι και στο φως τ’αχνό να προσκυνάνε,
Να τονε περιμένουνε στον κάμπο τα ξωκκλήσια 
Και την καμπάνα τους μακριά  οι αγγέλοι να χτυπάνε.

Δόστου , Χριστέ μου, τη στερνή χαρά να ιδεί και πάλι
 Τη γνώριμή του τη ζωή κοντά στ’ ακροθαλάσσι .
Αχ! Έτσι αθώα κι έτσι απαλά  κι αγνά την είχε ψάλλει

Που της αξίζει εκεί ψηλά  μαζί μ’αυτόν ν’ αγιάσει.    

Παρασκευή 12 Φεβρουαρίου 2016

Νεοκλής Αράπογλου, Αλλοτρόπιος.

Ο διάπυρος καλλιτέχνης έρχεται στην Αλλοτροπία για να δημιουργήσει μια δική του αίθουσα. 
Η παρουσία του τιμά και κοσμεί τον χώρο μας και την πόλη μας. 
Ως ευ παρέστης Νεοκλέα!!!

Τρίτη 2 Φεβρουαρίου 2016

Η Αλλοτροπία αγκαλιάζει κάθε προσπάθεια διάσωσης και διάδοσης, του Ελληνικού Πολιτισμού .

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗΣ ΛΙΒΑΔΕΙΑΣ:
"Στη 2η δράση του ΚΑΛΕΙΔΟΣΚΟΠΙΟΥ η ενδυματολόγος Ελπίδα Γεωργοπούλου έκανε μια εξαιρετική έκθεση από κούκλες με χειροποίητες παραδοσιακές φορεσιές της Ελλάδας, δημιουργίες της ίδιας. Μέσα από την παρουσίαση της έκθεσης τα παιδιά έμαθαν την ιστορία και τον τρόπο κατασκευής τους, την παράδοση και τη συνέχειά της στο πέρασμα των χρόνων. Ζωγράφισαν επεξεργασμένα σκίτσα από λαϊκές φορεσιές και δημιούργησαν μαζί με την Ελπίδα μια φορεσιά την οποία πήραν στο σχολείο τους. Τα σκίτσα καθώς και τα υφάσματα που χρησιμοποιήθηκαν για τη δημιουργία της φορεσιάς ήταν προσφορά της «Αλλοτροπίας» - Λαϊκή Ακαδημία Γραμμάτων , Τεχνών και παράδοσης με έδρα την Αντίκυρα Βοιωτίας, την οποία και ευχαριστούμε πολύ."



Link :
Η Αλλοτροπία αγκαλιάζει κάθε προσπάθεια διάσωσης και διάδοσης, του Ελληνικού Πολιτισμού .