φωτό

Πηγή: http://www.dr-blogger.com/2011/09/imagebook-of-posts.html#ixzz3Av5XvJnR

Πέμπτη 6 Οκτωβρίου 2016

ΣΤΑΣΗ ΖΩΗΣ, ΔΡΟΜΟΣ ΗΡΩΩΝ ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΜΙΧΟΣ 15 Αυγούστου 1944



ΣΤΑΣΗ ΖΩΗΣ, ΔΡΟΜΟΣ ΗΡΩΩΝ
ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΜΙΧΟΣ 15 Αυγούστου 1944

«Είναι Τετάρτη αποβραδίς. Η νύχτα   σχοινοβατεί στο μεταίχμιο της μεγάλης μέρας που ακολουθεί, σηκώνοντας το βάρος άλλης μιας σκλαβωμένης μέρας, κοσμημένης με τη γιορτή της μεγάλης Κυρίας της Χριστιανοσύνης.
Αύγουστος του 1944, δεκάτη-πέμπτη ημέρα, ολοφέγγαρη.
Η φτωχή Αντίκυρα, ξαπλωμένη στην παραλία,  αφήνει την λεπτή πνοή της αύρας να δροσίσει τα σκιαγμένα όνειρα στη φουρτουνιασμένη ψυχή της. Η παρήγορη νύχτα δεν καταλαγιάζει την αντάρα στο φοβισμένο μυαλό των σκλάβων. Κι ο ύπνος, επαγρύπνηση για τους μεροκαματιάρηδες αλιείς με τα σκληρά ξημερώματα της βιοπάλης, της επιβίωσης.
Ο κατακτητής, που δε λογαριάζει  γιορτές και δεν αναγνωρίζει στους κατακτημένους το δικαίωμα του ύπνου, αρμάτωσε το σκοτεινό πλοίο του, και μέσα στο έρεβος, βγήκε αιμοδιψής να κυνηγήσει επαναστατημένους.
Ο θόρυβος της μηχανής και το φεγγάρι, που δεν επιτρέπει ανυποψίαστες νύχτες, ξυπνούν το βράχο του Αϊ-Σίδερη.
Ένας ίσκιος τρέχει προς την Αντίκυρα, χωρίς αναπνοή, χωρίς την έγνοια ν’ αλλάξει την νυχτερινή του ένδυση,  χωρίς παπούτσια, να ειδοποιήσει τους άντρες, που είναι η συνήθης βορά των κατακτητών, χωρίς να περιφρονούν τα γυναικόπαιδα, να φύγουν για να γλυτώσουν.
“Τρέξε κι εσύ να ειδοποιήσεις, προτού οι Γερμανοί καβατζάρουν την Κεφαλή”, λέει στο φύλακα του αμπελιού μπροστά από το κοιμητήριο και οι άντρες έφυγαν στα βουνά και γλύτωσαν.
“Ο Νίκος ο Μίχος ήτανε”, λέει αργότερα ο φοβισμένος φύλακας στους Γερμανούς  και η γυναίκα του Νίκου Ελένη, η μητέρα του και ο παπά-Χαράλαμπος  ένοιωσαν στο κορμί τους τη θηριωδία των  θλιβερών απογόνων του Σίλερ και του Γκαίτε.
“Τον πατέρα μας θα τον κρεμάσουμε ανάποδα, έλα να βάλεις εσύ τη φωτιά από κάτω”, λένε οι δύο αντάρτες γιοί του φύλακα.
“Για τις ζωές, αποφασίζει ο Θεός”, κρίνει ο Νίκος, μαζεύει την πληγωμένη του οικογένεια κι αποσύρεται στο βράχο του να τη γιατροπορέψει…
Κι αν χρειαστεί, την άλλη νύχτα, ή όποια νύχτα, πάλι θα ξανατρέξει ο Νίκος Μίχος, θυσιάζοντας τον εαυτό του και τους αγαπημένους του για την Πατρίδα.
Τύχη αγαθή, αγρυπνούν οι Ήρωες…
Η Πόλη, ευγνωμονούσα, έδωσε το όνομά του στον κεντρικό δρόμο του Αγίου Ισιδώρου.
Τα παιδιά, και οι μεγάλοι, που ξέρουν τα ονόματα όλων των ποδοσφαιριστών και των λοιπών προσώπων της επικαιρότητας, ανάγκη μεγάλη να μάθουν σε ποιον οφείλουν την ίδια τους την ύπαρξη… »

*Απόσπασμα από το ανέκδοτο μυθιστόρημα του Δημήτρη Τζουβάλη,
 "Οι πόλεις των άλλων".